- θαλασσόβιος
- α, ο [ος , ον ] 1. обитающий в море, морской;2. (ο ) 1) тот, кто живёт морем, дарами моря; моряк; рыбак; 2) тот, кто любит море, морская душа (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θαλασσόβιος — α, ο (Μ θαλασσόβιος, ον) αυτός που ζει στη θάλασσα νεοελλ. 1. αυτός που εξασφαλίζει τα προς το ζην από τη θάλασσα 2. αυτός που αγαπά υπερβολικά τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + βιος (βίος) πρβλ. κοινό βιος, νυκτό βιος] … Dictionary of Greek
θαλασσόβιος — α, ο 1. αυτός που ζει στη θάλασσα. 2. αυτός που ζει από τη θάλασσα: Θαλασσόβιος λαός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαλασσοβίοις — θαλασσόβιος living on masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσόβια — θαλασσόβιος living on neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek
αλιοτρεφής — ἁλιοτρεφής, ές (Α) αυτός που τρέφεται, που ζει στη θάλασσα, ο θαλασσόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. ἁλι * (< ἃλς) + τρεφής < τρέφω (πρβλ. και ἁλιτραφής) το ο κατ’ αναλογική επίδραση είτε τού επιθ. ἅλιος (Ι) είτε τού συνήθους συνδετ. φωνήεντος ο τών… … Dictionary of Greek
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
θαλασσοβίωτος — θαλασσοβίωτος, ον (Α) αυτός που εξασφαλίζει τα αναγκαία για να ζήσει από τη θάλασσα, ο θαλασσόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + βιωτός (< βιώ < βίος), πρβλ. α βίωτος, ευ συμ βίωτος] … Dictionary of Greek